Νειλώτης

Νειλώτης
ο (Α Νειλώτης, θηλ. Νειλῶτις, -ιδος) [Νείλος]
αυτός που κατοικεί κοντά ή μέσα στον Νείλο
νεοελλ.
στον πληθ. οι Νειλώτες
σύνολο νεγροχαμιτικών λαών με σκούρο δέρμα και πολύ μακριά πόδια, αλλ. νειλωτικό φύλο
αρχ.
φρ. «νειλῶτις χθών» — η χώρα τού Νείλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νειλώτης — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νειλῶται — Νειλώτης in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νειλώτις — Νειλῶτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. Νειλώτης …   Dictionary of Greek

  • νειλωτικός — ή, ό [Νειλώτης] αυτός που αναφέρεται στους Νειλώτες (α. «νειλωτικές γλώσσες» μεγάλη οικογένεια νεγροαφρικανικών γλωσσών οι οποίες μιλιούνται στην κοιλάδα τού Νείλου και στην περιοχή τών Μεγάλων Λιμνών β. «νειλωτικό φύλο» οι Νειλώτες) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”